Η ιστορία του θεάτρου είναι διάσπαρτη από πλάνες-απάτες σχετικές με την ταυτότητα του προσώπου. Τα συγκεκριμένα πρόσωπα, που σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να είναι και απατεώνες χρησιμοποιούν διάφορους μηχανισμούς εξαπάτησης, για να πετύχουν κάποιο συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Μερικές από αυτές τις απάτες στηρίζουν την αποτελεσματικότητά τους στην απόκρυψη του ονόματος ή στην μεταμφίεση ή στην χρήση μάσκας για να παραπλανήσουν έτσι το επίδοξο «θύμα». Τέτοιου απάτες συναντάμε σε πολλά είδη θεάτρου από το αρχαίο δράμα μέχρι σήμερα.
Στις Εκκλησιάζουσες του Αριστοφάνη οι γυναίκες πηγαίνουν στην εκκλησία του δήμου μεταμφιεσμένες σε άντρες και πετυχαίνουν να δοθεί η εξουσία στις ίδιες.
Ο Σαίξπηρ είναι κι αυτός γεμάτος με τέτοιου είδους μεταμφιεσμένους που αναζητούν χαμένους συγγενείς (όπως η Ροζαλίντα μεταμφιεσμένη σε αγόρι που ψάχνει τον αδερφό της στη Δωδέκατη νύχτα) και όχι μόνο.
Στον Κουρέα της Σεβίλλης του Μπομαρσαί, οι μεταμφιέσεις του κόμη έχουν ως σκοπό να προσεγγίσει το αντικείμενο του πόθου του, ενώ στους Γάμους του Φιγκαρό, η ανταλλαγή ρούχων μεταξύ κόμισσας και υπηρέτριας στοχεύει στη διάσωση της τιμής της υπηρέτριας και την ηθική τιμωρία του κόμη. Στον Μαριβώ το παιχνίδι της απόκρυψης της ταυτότητας είναι πολύ συχνό. Στο Παιχνίδι του έρωτα και της τύχης η προσωρινή ανταλλαγή ρόλων μεταξύ της Σύλβιας και της καμαριέρας της Λιζέττας διευκολύνει την Σύλβια να μάθει περισσότερα για τον νεαρό που ο πατέρας της διάλεξε για σύζυγό της.
Η περίπτωση του Αντρέα Στάικου είναι εντελώς διαφορετική απ’ ότι έχουμε δει μέχρι τώρα στο θέατρο. Όλα όσα αφορούν ένα θεατρικό έργο, το κείμενο, οι ρόλοι, οι ηθοποιοί, τα σκηνικά, όπως επίσης οι πρόβες, οι απαγγελίες, οι αυτοσχεδιασμοί κι οι απόψεις περί θεάτρου δεν είναι μόνο σκηνικές οδηγίες των έργων του αλλά «παίζουν» μέσα σε κάθε έργο του. Αυτό το μεταθεατρικό στοιχείο υπάρχει στην ξεχωριστή γραφή του και το συναντάμε σε κάθε του μύθο.
Το θέατρο απαιτεί την υποκρισία. Ο Στάικος δείχνει να πιστεύει πως κι η ζωή απαιτεί κι αυτή μερικές φορές την υποκρισία. Η Όλγα στο Καρακόρουμ συνοψίζει αυτή του την άποψη.
Π.Αργυρόπουλος
Κατά τ’ άλλα σκορπάτε του έρωτα του ψέμα σαν την αλήθεια.
Όλγα
«Την αλήθεια λέω σαν ψέμα. Το ψέμα αλήθεια είναι για μένα» όπως έλεγα στο θέατρο, πάνε χρόνια, δεν θυμάμαι σε ποιο έργο.
Στο θέατρο του Στάικου αυτή η τάση, αλλαγής κοινωνικού ρόλου, απόκρυψη επαγγέλματος, η παραπλάνηση σχετικά με την ταυτότητα κάποιου προσώπου, η αλλαγή ονόματος, η ανταλλαγή κοινωνικών θέσεων, τα ξένα βιώματα που γίνονται δικά μας και η φανταστική ταύτιση με κάποιο άλλο πρόσωπο μοιάζουν με παιχνίδια που παίζονται με άνεση και σοβαρότητα από παιδιά που απολαμβάνουν το αγαπημένο τους παιχνίδι.
Κάθε πρόσωπο του Στάικου διαθέτει το είδωλό του, αντικαθρεφτίζεται σε κάποιον άλλον, ή κλέβει κάποιο γνώρισμα του άλλου. Κάθε πρόσωπο ντουμπλάρει ή ντουμπλάρεται από κάποιον άλλον. Η διαφορετική ιδιοσυγκρασία κι η διαφορά εξωτερικών χαρακτηριστικών και δεξιοτήτων δεν έχει καμιά σημασία.
Υπάρχουν, όμως, και πρόσωπα που απλώς αλλάζουν όνομα και ρόλο, χωρίς να επιδιώκουν να αντιγράψουν ή να αντικαταστήσουν κάποιον. Μπορεί λοιπόν, κάποιος να γίνεται «άλλος» σε διάφορες φάσεις της ζωής του, ενώ ανάλογα με την επιθυμία των άλλων να παραμείνει ο ίδιος ή και όχι. Η αναγνώρισή του εξαρτάται από το εκάστοτε αντικείμενο του πόθου του και τον τρόπο με τον οποίο σημάδεψε τη ζωή του.
Μια τέτοια φιγούρα μάς παρουσιάζεται στο μεγάλο μονόπρακτο Το μήλον της Μήλου. Σ’ ένα πορνείο του νησιού της Μήλου, το 1709, τρεις πόρνες διηγούνται εκ περιτροπής, για να περνάει η ώρα, τις περιπέτειες της ζωής τους, μέσα στην οποία κυριαρχεί πάντοτε ένας άντρας αγαπημένος εξαφανισμένος αιφνίδια. Ο υπηρέτης αναγγέλλει την άφιξη του ναυάρχου Ολιβιέ ντε Πατατράκ, που πιθανώς να υπήρξε κάποτε σύζυγος της ιδιοκτήτριας του οίκου ανοχής, και που την είχε εγκαταλείψει λίγο μετά το γάμο τους. Στη θέα του, όμως, οι δύο από τις κοπέλες αναγνωρίζουν επίσης τον δικό τους αγαπημένο: η Μαρκέλα τον άντρα της, τον Καπετάν-Μικέλη, που κάποτε την εγκατέλειψε στην Άνδρο, και η Μπέλλα τον εραστή της Κολμπέρ, που την είχε αγοράσει από οίκο ανοχής και την πούλησε στη Σμύρνη. Ο Πατατράκ, μείγμα κουρσάρου, σωματέμπορου, κοσμοπολίτη και γραφικού λεβέντη, δεν αποποιείται καμιά από τις τρεις ταυτότητες που του αποδίδουν οι γυναίκες. Έτσι κι αλλιώς, το πρόσωπό του αναπλάθεται από την ερωτική νοσταλγία της καθεμιάς. Ο προδότης εραστής ζει περισσότερο ως νεκρός (όπως όλες πίστευαν, η καθεμία για το δικό της), παρά ως πολυπρόσωπος ζωντανός που, σύμφωνα με την ιεραρχία, κατακυρώνεται στην Μαρούσα, αφού αυτή διευθύνει το «μαγαζίον της χαράς» και υπήρξε (ίσως) νόμιμη σύζυγός του. Ανάμεσα στα «κορίτσια» αυτού του σπιτιού, ξεχωρίζει η Πιμπινέλλα, που τοποθετείται στους αντίποδες του Πατατράκ. Όχι μόνο δεν έχει ταραχώδες και πολύπτυχο παρελθόν όπως εκείνος, αλλά και καμιά προσωπική ιστορία για να διηγηθεί. Έτσι, με μια αφέλεια που συνορεύει με τη βλακεία, αντιγράφει τις περιπέτειες που ακούει από τις άλλες πόρνες, χωρίς να μπορεί να προσθέσει ή να αλλάξει τίποτα με τη φαντασία της. Είναι ένα ανόητος καθρέφτης της ζωής των άλλων πορνών:
Πιμπινέλλα
Μου αρέσει ν’ ακούω πολλές φορές την ίδια ιστορία. Έτσι τη μαθαίνω καλά κι όταν έρθει η σειρά μου να χάσω στα χαρτιά-γιατί άνθρωπος είμαι κι εγώ δεν θα χάσω;- τότε θα πω κι εγώ την ίδια ιστορία. Εμένα μου αρέσει να μην έχω δικές μου ιστορίες. Εμένα μου αρέσει να παθαίνω τις ιστορίες των άλλων.
Το θέατρο του Αντρέα Στάικου είναι γεμάτο από παιχνίδια ρόλων, οι οποίοι είναι επίσης παιχνίδια. Κανένας στο θέατρο του Στάικου δεν θίγεται από τα παραπλανητικά παιχνίδια της μεταμόρφωσης, γιατί όλοι ζουν με τρόπο «θεατρικό». Η ψεύτικη ταυτότητα, η παραχαραγμένη ιστορία, το είδωλο του προσώπου ζωογονούν τα πλάσματα αυτά, που απολαμβάνουν τη γοητευτική ρευστότητα της ψευδαίσθησης. Το ψέμα λάμπει περισσότερο από την αλήθεια, γιατί ποτίζεται από τη φαντασία. Με το παιχνίδι των κατόπτρων και των ειδώλων, η ανθρώπινη ύπαρξη δεν έχει βαρύτητα, κι ο κόσμος γίνεται ένα πεδίο αισθητικών και αισθησιακών πειραμάτων χωρίς φραγμούς. Η τέχνη δεν λογοδοτεί την αλήθεια. Ούτε άλλωστε και η ζωή, όταν γίνεται τέχνη.
Σκηνοθεσία:
Θεόδωρος Λιμήτσιος
Πρωταγωνιστούν:
Μπέλλα: Ινώ Μάτσου
Μαρκέλλα: Ασπασία Τζάνου
Πιμπινέλλα: Θεόδωρος Λιμήτσιος
Μαρούσα: Όλγα Κέσσαρης
Νικολός: Βασίλης Μαυρατζάς
Ολιβιέ ντε Πατατράκ: Κωνσταντίνος Παπαθανασίου
Τραγούδι:
Ξανθή Τοκμακίδου-Trifunovic
Μουσική σύνθεση:
Περικλής Λιακάκης
Σκηνικά-Κοστούμια:
Δανάη Μέρμυγκα
Γερμανική Μετάφραση:
Μελίτα Κέσσαρης
Τεχνικός ήχου-φωτισμού:
Ιωάννης Φραγκούλης
Σχεδιασμός-Δημιουργία Αφίσας-Προγράμματος:
Ξανθή Τοκμακίδου-Trifunovic
Τεχνικός Υπερτίτλων:
Γκέλυ Σκιαδοπούλου