Η Αυλή των Θαυμάτων

          Δεκαετία 1950, Αθήνα, Βύρωνας: μια από τις φτωχότερες συνοικίες της πρωτεύουσας, με σπίτια χαμηλά, που φιλοξενούν από το 1922 έλληνες πρόσφυγες, μετά τη Μικρασιατική καταστροφή. «Τα σπίτια είναι χαμηλά, σαν έρημοι στρατώνες, τα καλοκαίρια μας μικρά κι ατέλειωτοι χειμώνες», στενάζει ο λαϊκός τραγουδιστής, σιγοντάροντας την ταπεινή ζωή της μικρής ανώνυμης αυλής, που αναδεικνύεται σε πεδίο δράσης του θεατρικού έργου του Ι. Καμπανέλλη.

          Ήδη στους «μικρούς ήρωες» του σκηνικού οσφραινόμαστε το παρελθόν της προσφυγιάς: ο Ιορδάνης, η Αστά και o γιος τους ο Γιάννης. Ο Ιορδάνης, εικοσάχρονο παλικάρι το 1922, δεν προλαβαίνει να χαρεί τον γάμο του με την Αστά στη Σμύρνη και φεύγουν κυνηγημένοι για την Αθήνα. Εκεί γεννιέται αργότερα ο Γιάννης, ένα ευγενικό και φιλότιμο παιδί, που παλεύει να «ξορκίσει» τους δαίμονες του πατέρα του και να «γλυκάνει» την αλαφροΐσκιωτη μητέρα. Μια μητέρα που στην καρδιά της Γερμανικής κατοχής χάνει απρόσμενα το μικρότερο γιό της, το Ιωακείμ. Για τη μάνα όμως τίποτε αγαπημένο δε χάνεται ποτέ… Ο «Γιωακείμ» βρίσκεται πάντα εδώ, μαζί τους, μόνο που του αρέσει να παιδεύει την Αστά και χάνεται όλη τη μέρα με τις παρέες του. Κι η σαλεμένη μάνα, με μια φέτα ψωμί στο χέρι τον ψάχνει στη γειτονιά αφού «Δεν έβαλε μπουκιά στο στόμα του όλο τ’ απόγεμα». Η αιώνια μήτρα-μητέρα, η πηγή της ζωής, πώς να παραδεχτεί το στέρεμα, το τέλος, τον θάνατο…  Με σπαστά ελληνικά, με ονόματα χριστιανικά και εβραϊκά,  με αναπάντεχες επικλήσεις στον Αλλάχ και το Κισμέτ, ένα παράξενο πάντρεμα θρησκειών και πολιτισμών, οι τρείς τους  μια οικογένεια με παράξενες συνήθειες, που δέχεται μοιρολατρικά την υποταγή στο πεπρωμένο της παντοτινής φυγής. Απ’ την άλλη, η Όλγα/Όλια, ελληνορωσίδα που κατεβαίνει από τον ψυχρό Βορρά για να βρει ζεστασιά και ασφάλεια στην τρύπια αγκαλιά του μοιραίου Έλληνα, του Στέλιου.

          Και να μπροστά μας ξεδιπλώνεται η αυλή, ο μικρόκοσμος της καθημερινότητας των ταπεινών ηρώων μας, της Βούλας και του Μπάμπη, που «μαζί δεν κάνουνε και χώρια δεν μπορούνε», της Μαρίας, μιας σύγχρονης Πηνελόπης, που ράβει και ξηλώνει ένα τραπεζομάντιλο, μετρώντας μία μία τις στιγμές απουσίας του άντρα της, ναυτικού στα καράβια. Είν’ ακόμη η Αννετώ, χήρα με κόρη παντρεμένη στην Αγγλία, που καμαρώνει για την τύχη της μονάκριβης, αλλά δεν παύει να τη στηρίζει οικονομικά κάθε μήνα, ξεζουμίζοντας τη φτωχή της σύνταξη. Η κόρη στην ξενιτιά, η μάνα στη μοναξιά… Η Ντόρα, η «ωραία της αυλής», να ξελογιάζει τα αρσενικά, κρυφός πόθος του Γιάννη, αλλά η ίδια περιμένει μάταια την πρόταση γάμου από τον «πρίγκιπά» της. Τέλος ο Στράτος, ο καινούριος νοικάρης, ο «πειρασμός» της αυλής: όμορφος, γεροδεμένος, η «πέτρα του σκανδάλου», η αρσενική εκδοχή της Ωραίας Ελένης. Υδραυλικός με όρεξη για δουλειά που του αποφέρει ένα γερό μεροκάματο, αλλά ταυτόχρονα διαθέτει μουσική φλέβα, παίζοντας με το ακορντεόν του κάθε απόγευμα, σκορπίζοντας μελαγχολικές νότες και ερωτικούς πόθους στον γυναικείο πληθυσμό της αυλής.

          Διαφορετικοί χαρακτήρες, διαφορετικά επαγγέλματα, διαφορετικά ονόματα και καταγωγές. Τι είναι αυτό που τους ενώνει, που τους κάνει μια οικογένεια; Η φτώχεια, η μιζέρια, μα κυρίως το ΟΝΕΙΡΟ. Όλοι τους ονειρεύονται μια καλύτερη ζωή, ένα πιο φωτεινό μέλλον, μακριά από τη βαριά σκιά της μικρής αυλής. Τα στενόχωρα δωμάτια δεν μπορούν να χωρέσουν τα μεγάλα όνειρά τους, το φτωχό μεροκάματο δεν μπορεί να εξαγοράσει τον ακριβό Παράδεισο, η ταπεινή χαμοζωή δεν μπορεί να στεγάσει την περήφανη ψυχή…

          Όλοι πιστεύουν πως αυτό που βιώνουν είναι προσωρινό, πως είναι φτιαγμένοι για μεγάλα πράγματα, αρκεί ν’ αρπάξουν την ευκαιρία… Η ευκαιρία, που για τον καθένα ενσαρκώνεται σε κάτι διαφορετικό: για τη Βούλα και τον Μπάμπη είναι η μακρινή Αυστραλία, η νέα «Γη της Επαγγελίας», για τη Μαρία είναι η επιστροφή του Οδυσσέα της, που θα βάλει τάξη στο σπιτικό του, για την Αννετώ είναι η επιστροφή στο νησί της, την Πάρο, για την Ντόρα ο γάμος με τον πρίγκιπα του παραμυθιού, για τον Στράτο η Όλγα, για τον Στέλιο η περιουσία που τον περιμένει στα χαρτιά και τον Ιππόδρομο.

Κατά παράδοξο τρόπο, ο μόνος που παραμένει ρεαλιστής, που πατάει γερά στα πόδια του, είναι ο Ιορδάνης, ο ονειροπαρμένος «Δον Κιχώτης», που κοιμάται στη μικρή του ταράτσα, τουφεκίζοντας τα ενοχλητικά γατιά που τον εμποδίζουν να ρεμβάζει και να νοσταλγεί τον έναστρο ουρανό, παντοτινή σταθερή του πατρίδα, μιας κι η γη τον «ξερνάει» από χώρα σε χώρα. Η Αστά, η καρτερική σύντροφός του, το περιγράφει έξοχα: «και νερό να ‘μαστε θα ‘χαμε βρει ένα στέκι!» Κι ο λαϊκός Μπάμπης το επαναλαμβάνει με τον δικό του τρόπο: «Σ’ αυτόν τον τόπο δε στεριώνεις ποτέ και πουθενά…».

          Όλοι οι ένοικοι της μικρής φτωχικής αυλής θέλουν ν’ αποδράσουν απ’ αυτή τη φυλακή των λίγων τετραγωνικών, που βρωμίζει τον αέρα και τα μυρωμένα τους όνειρα. Κάθε προσπάθεια όμως για διαφυγή τους ξαναγυρνά βίαια πίσω στην αυλή, με τα φτερά τους ακόμη πιο τσακισμένα απ’ ότι πριν.

          Κα αυτή η χαμοζωή συνεχίζεται… Και φαίνεται πως θα διαρκέσει για πάντα, ώσπου… κάτι παράξενοι τύποι εμφανίζονται από το πουθενά, εφοδιασμένοι με χαρτιά και εργαλεία, κι αρχίζουν να μετρούν τη μικρή αυλή. Οι «εισβολείς» αδιαφορούν για τους ταπεινούς ένοικους, ανακοινώνοντας ψυχρά πως ολόκληρο το οικόπεδο αγοράστηκε και σύντομα θα υψωθεί στην ίδια θέση μια πολυτελής πολυκατοικία. Για μια ακόμη φορά οι εγκαταστημένοι πρόσφυγες θα πάρουν τον δρόμο της αναγκαστικής φυγής, κυνηγημένοι από τον «πολιτισμό», ο οποίος στο όνομα της «προόδου» και της «ανάπτυξης» αναλαμβάνει να κρύψει τους απόκληρους της κοινωνίας στα σκοτεινά, ανήλιαγα υπόγεια των τσιμεντένιων μεγαθηρίων, για να μην κόβουν τη θέα των «άξιων εκλεκτών» που θα ατενίζουν αγέρωχα από τα ευρύχωρα ρετιρέ τους την Αθήνα να μεταμορφώνεται σε μια μεγαλούπολη αντάξια των ευρωπαϊκών. Οι φτωχοδιάβολοι θα αναζητήσουν μια νέα γωνιά για ν’ ακουμπήσουν τη σακατεμένη τους ζωή, ελπίζοντας πάντοτε σε χίμαιρες και σε ανέφικτες επιστροφές σε χαμένες για πάντα πατρίδες.

          Τι σημασία έχει που ο Ιορδάνης κι ο Στέλιος σήμερα λέγονται Μουσταφά  ή Οντού… Τι σημασία έχει που το τσιμέντο του 1960 σήμερα έχει γίνει γυαλί και μέταλλο; Η ζωή, ο άνθρωπος, ο κόσμος, αν ξύσεις τη γυαλιστερή επιφάνεια, πάντα από κάτω θα βρεις τα ίδια υλικά: τον πόνο, την ξενιτιά, τη δυστυχία, αξεδιάλυτα μπλεγμένα με την ελπίδα, την ανθρωπιά και τη συμπόνια. Αυτό είναι το «θαύμα» της μικρής ταπεινής Αυλής του Καμπανέλλη: ο ίδιος ο άνθρωπος να είναι όπως ο κόσμος του Ελύτη «μικρός και μέγας». Φτωχός σε χρήματα και πλούσιος σε αισθήματα, να πέφτει συνεχώς και να ξανασηκώνεται, να βρίζει και να προσεύχεται, να γελά και να κλαίει, με τον άγγελο και τον δαίμονα να παλεύουν συνεχώς μέσα του για την ψυχή του, να πεθαίνει και να ξαναγεννιέται ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΣΤΙΓΜΗ. Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ είναι το παντοτινό ΘΑΥΜΑ της πλάσης. Άλλωστε, «είμαστε καμωμένοι από το ίδιο υλικό που είναι φτιαγμένα τα όνειρα…» (Ουίλιαμ Σαίξπηρ).

Συγγραφέας:

Ιάκωβος Καμπανέλλης

 

Συντελεστές:

Σκηνοθεσία:

Θεόδωρος Λιμήτσιος

 

Πρωταγωνιστούν:

Βούλα: Δανάη Μέρμυγκα

Μαρία: Χανθή Τοκμακίδου -Trifunovic

Γιάννης: Θεόδωρος Λιμήτσιος

Ιορδάνης: Χρήστος Λάκης

Αννετώ: Όλγα Καίσαρη

Αστά: ‘Ερη Μπακάλη

Ντόρα: Σαντίνα Μαρκέτου

Μπάμπης: Τάσσος Βασιλείου

Στράτος: Νίκος Σπανός

Όλγα: Ινώ Μάτσου

Στέλιος: Βασίλης Μαυρατζάς

Πρώτος Μηχανικός: Κωνσταντίνος Παπαθανασίου

Δεύτερος Μηχανικός: Νίκος Κατράκης

Ταχυδρόμος: Νίκος Κατράκης 

Αστυνομικός: Παναγιώτης Φωτόπουλος  

 

Γερμανική Μετάφραση:

Σαντίνα Μαρκέτου, Johannes Stehle

 

Επιμέλεια κουστουμιών:

Έβελυν Κατσαρού

 

Σκηνικά:

Αλεξάντρα Καρακοπούλου - Zisser

 

Κατασκευή Σκηνικού:

Martin Pöschlmayer (Zeros), Markus Zisser

 

Φωτογραφία: Χριστίνα Καραγιάννης

 

Τεχνικός ήχου-φωτισμού:

Παναγιώτης Παναγιωτόπουλος

 

Μουσική επιλογή:

Thod Limier, Γιάννης Ψιμόπουλος

Κείμενο προγράμματος:

Βησσαρίωνας Μπουσιόπουλος

 

Σχεδιασμός-Δημιουργία Αφίσας-Προγράμματος:

Ξανθή Τοκμακίδου -Trifunovic